ευοδώνω — και ευοδώ και βοδώνω (ΑΜ εὐοδῶ, όω Μ και εὐοδώνω και εὐγοδώνω και βοδώνω και βγοδώνω) νεοελλ. μσν. 1. βάζω κάτι σε καλό δρόμο, το οδηγώ σε αίσιο τέλος, πραγματοποιώ, πετυχαίνω, καταφέρνω κάτι 2. εκτελώ γρήγορα και με επιτυχία κάποια εργασία,… … Dictionary of Greek
ευοδώνω — ευόδωσα, ώθηκα 1. βάζω κάτι σε καλό δρόμο, τελειώνω κάτι καλά. 2. το μέσ., ευοδώνομαι βρίσκομαι σε καλό δρόμο, πετυχαίνω: Ευοδώνεται το ταξίδι μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ευτυχαίνω — εὐτυχαίνω (Μ) 1. οδηγώ σε αίσιο τέλος, ευοδώνω 2. ζω ευτυχισμένος, ευτυχώ 3. μού έρχονται ευνοϊκά τα πράγματα, έχω τύχη. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού ρ. ευ τυχώ] … Dictionary of Greek
ευόδωμα — εὐόδωμα, τὸ (Α) [ευοδώνω] ευημερία, ευδαιμονία … Dictionary of Greek
ευόδωση — η (ΑΜ εὐόδωσις) [ευοδώνω] καλή πορεία, επιτυχής διεξαγωγή, αίσια έκβαση, τελεσφόρηση, επιτυχία, ευδοκίμηση … Dictionary of Greek
κατευοδώνω — και καταυοδώνω (AM κατευοδῶ, όω, Μ και κατευ[γ]οδώνω και καταυ[γ]οδώνω και κατοβοδώνω) κατευθύνω κάποιον σε σωστό δρόμο, σε αίσιο πέρας, παρέχω ευτυχή οδό, πρόοδο νεοελλ. μσν. 1. συνοδεύω με ευχές κάποιον που φεύγει, ξεβγάζω, ξεπροβοδίζω,… … Dictionary of Greek